σπιούνος

σπιούνος
και σπιγούνος, ο, θηλ. σπιούνα, Ν
1. αυτός που παρακολουθεί τις ενέργειες κάποιου και τόν καταδίδει, καταδότης, χαφιές, ρουφιάνος
2. αυτός που διαβάλλει κάποιον, ραδιούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spione].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σπιούνος — ο (λ. ιταλ.) 1. καταδότης: Πρέπει να φυλάγεσαι, γιατί έχουν βάλει παντού σπιούνους. 2. ραδιούργος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπιουνεύω — Ν [σπιούνος] φέρομαι σαν σπιούνος …   Dictionary of Greek

  • σπιουνιάρω — και σπιουνάρω Ν 1. είμαι σπιούνος 2. ραδιουργώ εις βάρος κάποιου, διαβάλλω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spionare (βλ. λ. σπιούνος)] …   Dictionary of Greek

  • καταδότης — ο, θηλ. καταδότρια αυτός που αποκαλύπτει κρυφά κάτι ή παραδίδει κάποιον με προδοσία, προδότης, σπιούνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταδίδω. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικόν νεοελληνικής διαλέκτου τού Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου] …   Dictionary of Greek

  • ρουφιάνος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Σεπτεμβρίου. * * * ο, θηλ. ρουφιάνα, Ν 1. μαστροπός, προαγωγός 2. συκοφάντης, διαβολέας, σκευωρός, μηχανορράφος, ραδιούργος 3. αυτός που αποκαλύπτει για δικό του… …   Dictionary of Greek

  • σπιουνιά — η, Ν [σπιούνος] 1. η ενέργεια τού σπιούνου, η παρακολούθηση τών ενεργειών κάποιου και η κατάδοσή τους («έβαλε σπιουνιές στο αφεντικό») 2. η ιδιότητα τού σπιούνου, το χαρακτηριστικό τού ιδιοτελούς ραδιούργου («είχε το μεγάλο ελάττωμα τής… …   Dictionary of Greek

  • σπιούνα — η, Ν βλ. σπιούνος …   Dictionary of Greek

  • χαφιές — ο, Ν 1. μυστικός αστυνομικός επιφορτισμένος με την παρακολούθηση ατόμων 2. καταδότης, σπιούνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hafiye] …   Dictionary of Greek

  • spion — SPIÓN, OÁNĂ, spioni, oane, subst. I. s.m. şi f. 1. Persoană însărcinată să culeagă clandestin informaţii secrete privitoare la un stat şi să le transmită altui stat; iscoadă. 2. Persoană care pândeşte, observă pe alţii (pentru a furniza cuiva… …   Dicționar Român

  • ρουφιάνος — ο θηλ. α (λ. ιταλ.), προαγωγός, μαστροπός, σπιούνος, καταδότης: Ένας ρουφιάνος από την ομάδα τους τους κατέδωσε στους Γερμανούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”